- αμμουδερό
- το см. αμμοδοχείο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… … Dictionary of Greek
αμμουδερός — ή, ό 1. (για έδαφος) αμμώδης 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό το αμμοδοχείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. τού πληθ. (άμουδες) τής λ. άμμος με κατάλ. ερός] … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek